/
norm_exceptions.py
2644 lines (2637 loc) · 116 KB
/
norm_exceptions.py
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
126
127
128
129
130
131
132
133
134
135
136
137
138
139
140
141
142
143
144
145
146
147
148
149
150
151
152
153
154
155
156
157
158
159
160
161
162
163
164
165
166
167
168
169
170
171
172
173
174
175
176
177
178
179
180
181
182
183
184
185
186
187
188
189
190
191
192
193
194
195
196
197
198
199
200
201
202
203
204
205
206
207
208
209
210
211
212
213
214
215
216
217
218
219
220
221
222
223
224
225
226
227
228
229
230
231
232
233
234
235
236
237
238
239
240
241
242
243
244
245
246
247
248
249
250
251
252
253
254
255
256
257
258
259
260
261
262
263
264
265
266
267
268
269
270
271
272
273
274
275
276
277
278
279
280
281
282
283
284
285
286
287
288
289
290
291
292
293
294
295
296
297
298
299
300
301
302
303
304
305
306
307
308
309
310
311
312
313
314
315
316
317
318
319
320
321
322
323
324
325
326
327
328
329
330
331
332
333
334
335
336
337
338
339
340
341
342
343
344
345
346
347
348
349
350
351
352
353
354
355
356
357
358
359
360
361
362
363
364
365
366
367
368
369
370
371
372
373
374
375
376
377
378
379
380
381
382
383
384
385
386
387
388
389
390
391
392
393
394
395
396
397
398
399
400
401
402
403
404
405
406
407
408
409
410
411
412
413
414
415
416
417
418
419
420
421
422
423
424
425
426
427
428
429
430
431
432
433
434
435
436
437
438
439
440
441
442
443
444
445
446
447
448
449
450
451
452
453
454
455
456
457
458
459
460
461
462
463
464
465
466
467
468
469
470
471
472
473
474
475
476
477
478
479
480
481
482
483
484
485
486
487
488
489
490
491
492
493
494
495
496
497
498
499
500
501
502
503
504
505
506
507
508
509
510
511
512
513
514
515
516
517
518
519
520
521
522
523
524
525
526
527
528
529
530
531
532
533
534
535
536
537
538
539
540
541
542
543
544
545
546
547
548
549
550
551
552
553
554
555
556
557
558
559
560
561
562
563
564
565
566
567
568
569
570
571
572
573
574
575
576
577
578
579
580
581
582
583
584
585
586
587
588
589
590
591
592
593
594
595
596
597
598
599
600
601
602
603
604
605
606
607
608
609
610
611
612
613
614
615
616
617
618
619
620
621
622
623
624
625
626
627
628
629
630
631
632
633
634
635
636
637
638
639
640
641
642
643
644
645
646
647
648
649
650
651
652
653
654
655
656
657
658
659
660
661
662
663
664
665
666
667
668
669
670
671
672
673
674
675
676
677
678
679
680
681
682
683
684
685
686
687
688
689
690
691
692
693
694
695
696
697
698
699
700
701
702
703
704
705
706
707
708
709
710
711
712
713
714
715
716
717
718
719
720
721
722
723
724
725
726
727
728
729
730
731
732
733
734
735
736
737
738
739
740
741
742
743
744
745
746
747
748
749
750
751
752
753
754
755
756
757
758
759
760
761
762
763
764
765
766
767
768
769
770
771
772
773
774
775
776
777
778
779
780
781
782
783
784
785
786
787
788
789
790
791
792
793
794
795
796
797
798
799
800
801
802
803
804
805
806
807
808
809
810
811
812
813
814
815
816
817
818
819
820
821
822
823
824
825
826
827
828
829
830
831
832
833
834
835
836
837
838
839
840
841
842
843
844
845
846
847
848
849
850
851
852
853
854
855
856
857
858
859
860
861
862
863
864
865
866
867
868
869
870
871
872
873
874
875
876
877
878
879
880
881
882
883
884
885
886
887
888
889
890
891
892
893
894
895
896
897
898
899
900
901
902
903
904
905
906
907
908
909
910
911
912
913
914
915
916
917
918
919
920
921
922
923
924
925
926
927
928
929
930
931
932
933
934
935
936
937
938
939
940
941
942
943
944
945
946
947
948
949
950
951
952
953
954
955
956
957
958
959
960
961
962
963
964
965
966
967
968
969
970
971
972
973
974
975
976
977
978
979
980
981
982
983
984
985
986
987
988
989
990
991
992
993
994
995
996
997
998
999
1000
# coding: utf8
from __future__ import unicode_literals
# These exceptions are used to add NORM values based on a token's ORTH value.
# Norms are only set if no alternative is provided in the tokenizer exceptions.
_exc = {
"αγιορίτης": "αγιορείτης",
"αγόρι": "αγώρι",
"έωλος": "αίολος",
"αλλοίθωρος": "αλλήθωρος",
"αλλοιώς": "αλλιώς",
"αλλοιώτικος": "αλλκότικος",
"αναµιγνύω": "αναµειγνύω",
"ανάµιξη": "ανάµειξη",
"ανανδρεία": "ανανδρία",
"αναφιλυτό": "αναφιλητό",
"ανελλειπώς": "ανελλιπώς",
"ανεξιθρησκεία": "ανεξιθρησκία",
"αντικρυνός": "αντικρινός",
"απάγκιο": "απάγκεω",
"αρµατωλός": "αρµατολός",
"αρρώστεια": "αρρώστια",
"ατόφιος": "ατόφυος",
"αφίνω": "αφήνω",
"χιβάδα": "χηβάδα",
"αχρηστεία": "αχρηστία",
"βαρυγκωµώ": "βαρυγγωµώ",
"βεβαρυµένος": "βεβαρηµένος",
"βερύκοκκο": "βερίκοκο",
"βλήτο": "βλίτο",
"βογκώ": "βογγώ",
"βραδυά": "βραδιά",
"βραδυάζει": "βραδίάζει",
"Βρεταννία": "Βρετανία",
"Βρεττανία": "Βρετανία",
"βολοδέρνω": "βωλοδέρνω",
"γέλοιο": "γέλιο",
"γκάµα": "γκάµµα",
"γλύφω": "γλείφω",
"γλήνα": "γλίνα",
"διαφήµηση": "διαφήµιση",
"δικλείδα": "δικλίδα",
"διοξείδιο": "διοξίδιο",
"διορία": "διωρία",
"δυόροφος": "διώροφος",
"δυόµισυ": "δυόµισι",
"διόσµος": "δυόσμος",
"δυσφήμιση": "δυσφήµηση",
"δοσίλογος": "δωσίλογος",
"εγχείριση": "εγχείρηση",
"ειδωλολατρεία": "ειδωλολατρία",
"εληά": "ελιά",
"ελιξίριο": "ελιξήριο",
"έλκυθρο": "έλκηθρο",
"ελλειπής": "ελλίπής",
"ενάµισυς": "ενάµισης",
"ενάµισυ": "ενάµισι",
"ενανθρώπιση": "ενανθρώπηση",
"έξη": "έξι",
"επί τούτο": "επί τούτω",
"εταιρία": "εταιρεία",
"εφορεία": "εφορία",
"ζηλειάρης": "ζηλιάρης",
"Θεοφάνεια": "Θεοφάνια",
"καυγάς": "καβγάς",
"καθίκι": "καθοίκι",
"καινούριος": "καινούργιος",
"κακάβι": "κακκάβι",
"κακαβιά": "κακκαβιά",
"καµµία": "καµία",
"κανέλα": "Καννέλα",
"κανονιοφόρος": "κανονιοφόρος",
"καντίλι": "καντήλι",
"κατεβοδώνω": "κατευοδώνω",
"κοίτοµαι": "κείτοµαι",
"κελαϊδώ": "κελαηδώ",
"κυάλια": "κιάλια",
"κλύδωνας": "κλήδονας",
"κλωτσώ": "κλοτσώ",
"κολλιτσίδα": "κολλητσίδα",
"κουκί": "κουκκί",
"κουλός": "κουλλός",
"κρεββάτι": "κρεβάτι",
"κροκόδειλος": "κροκόδιλος",
"κοβιός": "κωβιός",
"λάκισα": "λάκησα",
"λιµέρι": "ληµέρι",
"λώξυγγας": "λόξυγγας",
"µαγγούρα": "µαγκούρα",
"µαζή": "μαζί",
"µακρυά": "µακριά",
"µαµή": "µαµµή",
"µαµόθρεφτος": "µαµµόθρεφτος",
"µίγµα": "µείγµα",
"µίξη": "µείξη",
"µετώπη": "µετόπη",
"µυρολόι": "µοιρολόι",
"µοτοσικλέτα": "µοτοσυκλέτα",
"µπαλωµατής": "µπαλλωµατής",
"µιζίθρα": "µυζήθρα",
"νεοτερίζω": "νεωτερίζω",
"νεοτερισµός": "νεωτερισμός",
"νεοτεριστής": "νεωτεριστής",
"νινί": "νηνί",
"νοιώθω": "νιώθω",
"νονός": "νοννός",
"ξενιτιά": "ξενιτειά",
"ξαίρω": "ξέρω",
"ξίγκι": "ξίγγι",
"ξείδι": "ξίδι",
"ξώβεργα": "ξόβεργα",
"ξιπάζω": "ξυπάζω",
"ξιπασµένος": "ξυπασµένος",
"ξυπόλητος": "ξυπόλυτος",
"ξωκλήσι": "ξωκκλήσι",
"οξυά": "οξιά",
"ορθοπεδικός": "ορθοπαιδικός",
"ωχ": "οχ",
"παπάς": "παππάς",
"παραγιός": "παραγυιός",
"περηφάνεια": "περηφάνια",
"πιλάλα": "πηλάλα",
"πίννα": "πίνα",
"πηρούνι": "πιρούνι",
"πιτσιλώ": "πιτσυλώ",
"πιτσιλίζω": "πιτσυλίζω",
"πλατυάζω": "πλατειάζω",
"πληµµυρίδα": "πληµυρίδα",
"πληγούρι": "πλιγούρι",
"πωπώ": "ποπό",
"πουγγί": "πουγκί",
"πρίγκηπας": "πρίγκιπας",
"προάστειο": "προάστιο",
"προεδρεία": "προεδρία",
"πρίµα": "πράµα",
"πρωτήτερα": "πρωτύτερα",
"προτύτερα": "πρωτύτερα",
"πόρωση": "πώρωση",
"ρεβύθι": "ρεβίθι",
"ρέγγα": "ρέΥκα",
"ρηγώνω": "ριγώνω",
"ρωµανικός": "ροµανικός",
"ρίζι": "ρύζι",
"Ρώσσος": "Ρώσος",
"σακκούλα": "σακούλα",
"συνάφι": "σινάφι",
"σειρίτι": "σιρίτι",
"σιφόνι": "σιφώνι",
"συχαίνοµαι": "σιχαίνοµαι",
"σκιρόδεµα": "σκυρόδεµα",
"σπάγγος": "σπάγκος",
"στυλιάρι": "στειλιάρι",
"στοιβάδα": "στιβάδα",
"στίβα": "στοίβα",
"στριµώνω": "στρυµώνω",
"στριμώχνω": "στρυμώχνω",
"συγχύζω": "συγχίζω",
"σηκώτι": "συκώτι",
"σιναγρίδα": "συναγρίδα",
"συνοδεία": "συνοδία",
"σίφιλη": "σύφιλη",
"τανιέµαι": "τανυέµαι",
"τανίζω": "τανύζω",
"τέσσερις": "τέσσερεις",
"τζιτζιφιά": "τζιτζυφιά",
"τόνος": "τόννος",
"τοπείο": "τοπίο",
"τρέλλα": "τρέλα",
"τσαγγάρης": "τσαγκάρης",
"τσανάκα": "τσαννάκα",
"τσανακογλείφτης": "τσαννακογλείφτης",
"τσιτώνω": "τσητώνω",
"τσιγκλώ": "τσυγκλώ",
"τσίµα": "τσύµα",
"υννί": "υνί",
"υπερηφάνια": "υπερηφάνεια",
"υπόχρεως": "υπόχρεος",
"φάκελλος": "φάκελος",
"φείδι": "φίδι",
"φιλονεικώ": "φιλονικώ",
"φιλονεικία": "φιλονικία",
"φυρί-φυρί": "φιρί-φιρί",
"φτιάνω": "φτειάχνω",
"φτιάχνω": "φτειάχνω",
"φτώχεια": "φτώχια",
"φυσαλίδα": "φυσαλλίδα",
"χάνος": "χάννος",
"χυνόπωρο": "χινόπωρο",
"χεινόπωρο": "χινόπωρο",
"χιµίζω": "χυµίζω",
"χιμίζω": "χυμιζώ",
"γκωλ": "γκολ",
"αιρκοντίσιον": "ερκοντίσιον",
"καρµπυρατέρ": "καρµπφατέρ",
"κυλόττα": "κιλότα",
"κλή ρινγκ": "κλίρινγκ",
"κωλγκέρλ": "κολγκέρλ",
"κοµπιναιζόν": "κοµπινεζόν",
"κοπυράιτ": "κοπιράιτ",
"µυλαίδη": "µιλέδη",
"µποϋκοτάζ": "µποϊκοτάζ",
"πέναλτυ": "πέναλτι",
"πορτραίτο": "πορτρέτο",
"ρεστωράν": "ρεστοράν",
"ροσµπήφ": "ροσµπίφ",
"σαντιγύ": "σαντιγί",
"στριπτήζ": "στριπτίζ",
"ταµπλώ": "ταµπλό",
"τζόκεϋ": "τζόκεϊ",
"φουτµπώλ": "φουτµπόλ",
"τρόλλεϋ": "τρόλεϊ",
"χίππυ": "χίπι",
"φέρρυ-µπωτ": "φεριµπότ",
"χειρούργος": "χειρουργός",
"αβαείο": "αββαείο",
"αβάς": "αββάς",
"αβάσκαµα": "βάσκαµα",
"αβασκανία": "βασκανία",
"αβάφτιστος": "αβάπτιστος",
"αβάφτιστη": "αβάπτιστη",
"αβάφτιστο": "αβάπτιστο",
"αβγίλα": "αβγουλίλα",
"αυτί": "αφτί",
"αβδέλλα": "βδέλλα",
"Αβράµ": "'Αβραάµ",
"αγγινάρα": "αγκινάρα",
"αγγόνα": "εγγονή",
"αγγόνι": "εγγόνι",
"αγγονός": "εγγονός",
"άγειρτος": "άγερτος",
"άγειρτη": "άγερτη",
"άγειρτο": "άγερτο",
"αγέρας": "αέρας",
"αγκλέουρας": "αγλέορας",
"αγκλίτοα": "γκλίτσα",
"Αγκόλα": "Ανγκόλα",
"αγκορά": "ανγκορά",
"αγκοστοίιρα": "ανγκοστούρα",
"άγνεστος": "άγνεθος",
"άγνεστη": "άγνεθη",
"άγνεστο": "άγνεθο",
"αγώρι": "αγόρι",
"αγωρίστικος": "αγορίστικος",
"αγωρίστικη": "αγορίστικη",
"αγωρίστικο": "αγορίστικο",
"αγωροκόριτσο": "αγοροκόριστο",
"αγουρόλαδο": "αγουρέλαιο",
"αγροικώ": "γροικώ",
"αδάµαντας": "αδάµας",
"αδερφή": "αδελφή",
"αδέρφι": "αδέλφι",
"αδερφικός": "αδελφικός",
"αδερφική": "αδελφική",
"αδερφικό": "αδελφικό",
"αδερφοποιτός": "αδελφοποιτός",
"αδερφός": "αδελφός",
"αδερφοσύνη": "αδελφοσύνη",
"αέρι": "αγέρι",
"αερόµπικ": "αεροβική",
"αεροστρόβιλος": "αεριοστρόβιλος",
"αητός": "αετός",
"αιµατοποσία": "αιµοποσία",
"άιντε": "άντε",
"αισθηµατισµός": "συναισθηµατισµός",
"αιτιακός": "αιτιώδης",
"αιτιακή": "αιτιώδης",
"αιτιακό": "αιτιώδες",
"ακατανόµαστος": "ακατονόµαστος",
"ακατανόμαστη": "ακατονόμαστη",
"ακατονόμαστο": "ακατανόμαστο",
"ακέραιος": "ακέριος",
"ακέραια": "ακέρια",
"ακέραιο": "ακέριο",
"άκρον": "άκρο",
"ακτύπητος": "αχτύπητος",
"ακτύπητη": "αχτύπητη",
"ακτύπητο": "αχτύπητο",
"ακυριολεκτώ": "ακυρολεκτώ",
"ακυριολεξία": "ακυρολεξία",
"αλάτι": "άλας",
"αλατένιος": "αλάτινος",
"αλατένια": "αλάτινη",
"αλατένιο": "αλάτινο",
"αλαφραίνω": "ελαφρώνω",
"αλαφριός": "ελαφρύς",
"αλαφριό": "ελαφρύ",
"αλαφρόµυαλος": "ελαφρόµυαλος",
"αλαφρόμυαλη": "ελαφρόμυαλη",
"αλαφρόμυαλο": "ελαφρόμυαλο",
"αλείβω": "αλείφω",
"άλευρο": "αλεύρι",
"αλησµονησιά": "λησµονιά",
"αλκολίκι": "αλκοολίκι",
"αλλέως": "αλλιώς",
"αλληλοεπίδραση": "αλληλεπίδραση",
"αλλήθωρος": "αλλοίθωρος",
"αλλήθωρη": "αλλοίθωρη",
"αλλήθωρο": "αλλοίθωρο",
"αλλοίµονο": "αλίµονο",
"αµνηστεία": "αµνηστία",
"αµπαρόριζα": "αρµπαρόριζα",
"αµπέχωνο": "αµπέχονο",
"αµυγδαλάτος": "αµυγδαλωτός",
"αμυγδαλάτη": "αμυγδαλωτή",
"αμυγδαλάτο": "αμυγδαλωτό",
"αµυγδαλόλαδο": "αµυγδαλέλαιο",
"αµφίλογος": "αµφιλεγόµενος",
"αμφίλογη": "αμφιλεγόμενη",
"αμφίλογο": "αμφιλεγόμενο",
"αναβατός": "ανεβατός",
"αναβατή": "ανεβατή",
"αναβατό": "ανεβατό",
"αναδεχτός": "αναδεκτός",
"αναθρέφω": "ανατρέφω",
"ανακατώνω": "ανακατεύω",
"ανακάτωση": "ανακάτεµα",
"αναλίσκω": "αναλώνω",
"αναμειγνύω": "αναμιγνύω",
"αναμείκτης": "αναμίκτης",
"ανάµεικτος": "ανάµικτος",
"ανάμεικτη": "ανάμικτη",
"ανάμεικτο": "ανάμικτο",
"αναπαµός": "ανάπαυση",
"αναπαρασταίνω": "αναπαριστάνω",
"ανάπρωρος": "ανάπλωρος",
"ανάπρωρη": "ανάπλωρη",
"ανάπρωρο": "ανάπλωρο",
"αναπτυγµένος": "ανεπτυγμένος",
"αναπτυγµένη": "ανεπτυγμένη",
"αναπτυγµένο": "ανεπτυγμένο",
"άναστρος": "ανάστερος",
"αναστυλώνω": "αναστηλώνω",
"αναστύλωση": "αναστήλωση",
"ανεγνωρισµένος": "αναγνωρισµένος",
"αναγνωρισμένη": "αναγνωρισµένη",
"αναγνωρισμένο": "αναγνωρισµένο",
"ανέµυαλος": "άμυαλος",
"ανέμυαλη": "άμυαλη",
"ανέμυαλο": "άμυαλο",
"ανεπάντεχος": "αναπάντεχος",
"ανεπάντεχη": "αναπάντεχη",
"ανεπάντεχο": "αναπάντεχο",
"ανεψιά": "ανιψιά",
"ανεψιός": "ανιψιός",
"ανήρ": "άνδρας",
"ανηφόρι": "ανήφορος",
"ανηψιά": "ανιψιά",
"ανηψιός": "ανιψιός",
"άνθιση": "άνθηση",
"ανταλλάζω": "ανταλλάσσω",
"ανταπεξέρχοµαι": "αντεπεξέρχοµαι",
"αντζούγια": "αντσούγια",
"αντιεισαγγελέας": "αντεισαγγελέας",
"αντικατασταίνω": "αντικαθιστώ",
"αντικρύζω": "αντικρίζω",
"αντιµολία": "αντιµωλία",
"αντιπροσωπεία": "αντιπροσωπία",
"αντισταµινικό": "αντιισταµινικός",
"αντίχτυπος": "αντίκτυπος",
"άντρας": "άνδρας",
"αντρόγυνο": "ανδρόγυνο",
"αντρώνω": "ανδρώνω",
"άξια": "άξιος",
"απακούµπι": "αποκούµπι",
"απαλάµη": "παλάµη",
"Απαλάχια": "Αππαλάχια",
"απάνω": "επάνω",
"απέδρασα": "αποδιδράσκω",
"απλούς": "απλός",
"απλούν": "απλό",
"απόγαιο": "απόγειο",
"αποδείχνω": "αποδεικνύω",
"αποθαµός": "πεθαµός",
"αποθανατίζω": "απαθανατίζω",
"αποκεντροποίηση": "αποκέντρωση",
"απολαυή": "απολαβή",
"αποξεραίνω": "αποξηραίνω",
"απόξυοη": "απόξεση",
"απόξω": "απέξω",
"απόσχω": "απέχω",
"αποτίω": "αποτίνω",
"αποτυχαίνω": "αποτυγχάνω",
"αποχαιρετίζω": "αποχαιρετώ",
"απόχτηµα": "απόκτηµα",
"απόχτηση": "απόκτηση",
"αποχτώ": "αποκτώ",
"Απρίλης": "Απρίλιος",
"αρκαντάσης": "καρντάσης",
"αρµάρι": "ερµάριο",
"άρµη": "άλµη",
"αρµοστεία": "αρµοστία",
"άρµπουρο": "άλµπουρο",
"αρµύρα": "αλµύρα",
"αρµυρίκι": "αλµυρίκι",
"άρρην": "άρρεν",
"αρσανάς": "ταρσανάς",
"αρτύνω": "αρταίνω",
"αρχινίζω": "αρχίζω",
"αρχινώ": "αρχίζω",
"αρχίτερα": "αρχύτερα",
"ασκηµάδα": "ασχήµια",
"ασκηµαίνω": "ασχηµαίνω",
"ασκήµια": "ασχήµια",
"ασκηµίζω": "ασχηµίζω",
"άσσος": "άσος",
"αστράπτω": "αστράφτω",
"αστράπτω": "αστράφτω",
"αταχτώ": "ατακτώ",
"ατσάλινος": "ατσαλένιος",
"ατσάλινη": "ατσαλένια",
"ατσάλινο": "ατσαλένιο",
"Ατσιγγάνος": "Τσιγγάνος",
"Ατσίγγανος": "Τσιγγάνος",
"αυγαταίνω": "αβγατίζω",
"αυγατίζω": "αβγατίζω",
"αυγό": "αβγό",
"αυγοειδής": "αυγοειδής",
"αυγοειδές": "αβγοειδές",
"αυγοθήκη": "αβγοθήκη",
"αυγοκόβω": "αβγοκόβω",
"αυγοτάραχο": "αβγοτάραχο",
"αύλακας": "αυλάκι",
"αυτί": "αφτί",
"αυτιάζοµαι": "αφτιάζοµαι",
"αφορεσµός": "αφορισµός",
"άφρονας": "άφρων",
"αχείλι": "χείλι",
"άχερο": "άχυρο",
"αχερώνας": "αχυρώνας",
"αχιβάδα": "αχηβάδα",
"αχτίδα": "ακτίνα",
"βαβουίνος": "µπαµπουίνος",
"Βαγγέλης": "Ευάγγελος",
"βαγγέλιο": "ευαγγέλιο",
"Βάγια": "Βάί'α",
"βαζιβουζούκος": "βασιβουζούκος",
"βαθύνω": "βαθαίνω",
"βάιο": "βάγιο",
"βακαλάος": "µπακαλιάρος",
"βαλάντιο": "βαλλάντιο",
"βαλαντώνω": "βαλλαντώνω",
"βάνω": "βάζω",
"βαρειά": "βαριά",
"βαριεστίζω": "βαργεστώ",
"βαριεστώ": "βαργεστώ",
"βαρώ": "βαράω",
"βαρώνος": "βαρόνος",
"βασιλέας": "βασιλιάς",
"βασµούλος": "γασµούλος",
"Βαυαρία": "Βαβαρία",
"Βαυαροκρατία": "Βαβαροκρατία",
"βαφτίζω": "βαπτίζω",
"βάφτιση": "βάπτιση",
"βάφτισµα": "βάπτισµα",
"βαφτιστής": "βαπτιστής",
"βαφτιστικός": "βαπτιστικός",
"βαφτιστική": "βαπτιστική",
"βαφτιστικιά": "βαπτιστική",
"βαφτιστικό": "βαπτιστικό",
"βδοµάδα": "εβδοµάδα",
"βεγόνια": "µπιγκόνια",
"βελανίδι": "βαλανίδι",
"βελανιδιά": "βαλανιδιά",
"βενζίνα": "βενζίνη",
"βεράτιο": "µπεράτι",
"βερόκοκο": "βερίκοκο",
"βιγόνια": "µπιγκόνια",
"βλάφτω": "βλάπτω",
"βλογιά": "ευλογιά",
"βλογάω": "ευλογώ",
"βογγίζω": "βογγώ",
"βόγγος": "βογγητό",
"βογκητό": "βογγητό",
"βοδάµαξα": "βοϊδάµαξα",
"βόλλεϋ": "βόλεϊ",
"βολοκοπώ": "βωλοκοπώ",
"βόλος": "βώλος",
"βουβάλι": "βούβαλος",
"βουή": "βοή",
"βούλα": "βούλλα",
"βούλωµα": "βούλλωµα",
"βουλώνω": "βουλλώνω",
"βουρβόλακας": "βρικόλακας",
"βουρκόλακας": "βρικόλακας",
"βους": "βόδι",
"βραδι": "βράδυ",
"βρυκόλακας": "βρικόλακας",
"βρώµα": "βρόµα",
"βρώµη": "βρόµη",
"βρωµιά": "βροµιά",
"βρωµίζω": "βροµίζω",
"βρώµιο": "βρόµιο",
"βρωµώ": "βροµώ",
"βωξίτης": "βοξίτης",
"γάβρος": "γαύρος",
"γαϊδάρα": "γαϊδούρα",
"γαίµα": "αίµα",
"γαλακτόπιτα": "γαλατόπιτα",
"γάµα": "γάµµα",
"γαµβρός": "γαµπρός",
"γαρίφαλο": "γαρύφαλλο",
"γαρούφαλλο": "γαρύφαλλο",
"γαυγίζω": "γαβγίζω",
"γελάδα": "αγελάδα",
"γελέκο": "γιλέκο",
"γένοµαι": "γίνοµαι",
"γενότυπος": "γονότυπος",
"Γένουα": "Γένοβα",
"γεράζω": "γερνώ",
"γέρακας": "γεράκι",
"γερατειά": "γηρατειά",
"γεροκοµείο": "γηροκοµείο",
"γεροκοµώ": "γηροκοµώ",
"Γεσθηµανή": "Γεθσηµανή",
"γεώδης": "γαιώδης",
"γαιώδες": "γαιώδες",
"γηρασµός": "γήρανση",
"Γιάννενα": "Ιωάννινα",
"Γιάννινα": "Ιωάννινα",
"γιάνω": "γιαίνω",
"γιαουρτλού": "γιογουρτλού",
"Γιαπωνέζος": "Ιαπωνέζος",
"γιγαντεύω": "γιγαντώνω",
"γιεγιές": "γεγές",
"Γιεν": "γεν",
"γιέσµαν": "γέσµαν",
"γιόκας": "γυιόκας",
"γιορτασµός": "εορτασµός",
"γιος": "γυιος",
"Γιούλης": "Ιούλιος",
"Γιούνης": "Ιούνιος",
"γιοφύρι": "γεφύρι",
"Γιώργος": "Γεώργιος",
"γιωτ": "γιοτ",
"γιωτακισµός": "ιωτακισµός",
"γκάγκστερ": "γκάνγκστερ",
"γκαγκστερισµός": "γκανγκστερισµός",
"γκαµήλα": "καµήλα",
"γκεµπελίσκος": "γκαιµπελίσκος",
"γκιουβέτσι": "γιουβέτσι",
"γκιώνης": "γκιόνης",
"γκλοµπ": "κλοµπ",
"γκογκ": "γκονγκ",
"Γκιόνα": "Γκιώνα",
"γκόρφι": "γκόλφι",
"γκρα": "γκρας",
"Γκράβαρα": "Κράβαρα",
"γκυ": "γκι",
"γλαϋξ": "γλαύκα",
"γλιτώνω": "γλυτώνω",
"γλύκισµα": "γλύκυσµα",
"γλυστρώ": "γλιστρώ",
"γλωσσίδα": "γλωττίδα",
"γνέφαλλο": "γνάφαλλο",
"γνοιάζοµαι": "νοιάζοµαι",
"γόµα": "γόµµα",
"γόνα": "γόνατο",
"γονιός": "γονέας",
"γόπα": "γώπα",
"γούµενος": "ηγούµενος",
"γουµένισσα": "ηγουµένη",
"γουώκµαν": "γουόκµαν",
"γραία": "γριά",
"Γράµος": "Γράµµος",
"γρασίδι": "γρασσίδι",
"γρεγολεβάντες": "γραιγολεβάντες",
"γρέγος": "γραίγος",
"γρικώ": "γροικώ",
"Γροιλανδία": "Γροιλανδία",
"γρίνια": "γκρίνια",
"γροθοκοπώ": "γρονθοκοπώ",
"γρούµπος": "γρόµπος",
"γυαλοπωλείο": "υαλοπωλείο",
"γυρνώ": "γυρίζω",
"γόρωθε": "γύροθε",
"γωβιός": "κωβιός",
"δάγκάµα": "δάγκωµα",
"δαγκαµατιά": "δαγκωµατιά",
"δαγκανιά": "δαγκωνιά",
"δαιµονοπληξία": "δαιµονιόπληκτος",
"δαίµων": "δαίµονας",
"δακτυλήθρα": "δαχτυλήθρα",
"δακτυλίδι": "δαχτυλίδι",
"∆αυίδ": "∆αβίδ",
"δαχτυλογραφία": "δακτυλογραφία",
"δαχτυλογράφος": "δακτυλογράφος",
"δεικνύω": "δείχνω",
"δείλι": "δειλινό",
"δείχτης": "δείκτης",
"δελής": "ντελής",
"δενδρογαλή": "δεντρογαλιά",
"δεντρολίβανο": "δενδρολίβανο",
"δεντροστοιχία": "δενδροστοιχία",
"δεντροφυτεία": "δενδροφυτεία",
"δεντροφυτεύω": "δενδροφυτεύω",
"δεντρόφυτος": "δενδρόφυτος",
"δεξής": "δεξιό",
"δερµατώδης": "δερµατοειδής",
"δερματώδες": "δερµατοειδές",
"δέσποτας": "δεσπότης",
"δεφτέρι": "τεφτέρι",
"διαβατάρης": "διαβάτης",
"διάβηκα": "διαβαίνω",
"διαβιβρώσκω": "διαβρώνω",
"διαθρέψω": "διατρέφω",
"διακόνεµα": "διακονιά",
"διάολος": "διάβολος",
"∆ιαµαντής": "Αδαµάντιος",
"διαολιά": "διαβολιά",
"διαολογυναίκα": "διαβολογυναίκα",
"διαολοθήλυκο": "διαβολοθήλυκο",
"διαολόκαιρος": "διαβολόκαιρος",
"διαολοκόριτσο": "διαβολοκόριτσο",
"διαολόπαιδο": "διαβολόπαιδο",
"διάολος": "διάβολος",
"διασκελιά": "δρασκελιά",
"διαχύνω": "διαχέω",
"δίδω": "δίνω",
"δίκηο": "δίκιο",
"δοβλέτι": "ντοβλέτι",
"δοσίλογος": "δωσίλογος",
"δράχνω": "αδράχνω",
"δρέπανο": "δρεπάνι",
"δρόσος": "δροσιά",
"δώνω": "δίνω",
"εγγίζω": "αγγίζω",
"εδώθε": "δώθε",
"εδωνά": "εδωδά",
"εικοσάρι": "εικοσάρικο",
"εικών": "εικόνα",
"εισαγάγω": "εισάγω",
"εισήγαγα": "εισάγω",
"εισήχθην": "εισάγω",
"έκαμα": "έκανα",
"εκατόν": "εκατό",
"εκατοστάρης": "κατοστάρης",
"εκατοστάρι": "κατοστάρι",
"εκατοστάρικο": "κατοστάρικο",
"εκλαίρ": "εκλέρ",
"Ελδοράδο": "Ελντοράντο",
"ελευθεροτεκτονισµός": "τεκτονισµός",
"ελευτεριά": "ελευθερία",
"Ελεφαντοστού Ακτή": "Ακτή Ελεφαντοστού",
"ελληνικάδικο": "ελληνάδικο",
"Ελπίδα": "Ελπίς",
"εµορφιά": "οµορφιά",
"εµορφάδα": "οµορφιά",
"έµπορας": "έµπορος",
"εµώ": "εξεµώ",
"ένδεκα": "έντεκα",
"ενενήκοντα": "ενενήντα",
"ενωρίς": "νωρίς",
"εξανέστην": "εξανίσταµαι",
"εξήκοντα": "εξήντα",
"έξις": "έξη",
"εξωκκλήσι": "ξωκκλήσι",
"εξωµερίτης": "ξωµερίτης",
"επανωφόρι": "πανωφόρι",
"επιµειξία": "επιµιξία",
"επίστοµα": "απίστοµα",
"επτάζυµο": "εφτάζυµο",
"επταήµερος": "εφταηµερος",
"επταθέσιος": "εφταθέσιος",
"επταµελής": "εφταµελης",
"επταµηνία": "εφταµηνία",
"επταµηνίτικος": "εφταµηνίτικος",
"επταπλασιάζω": "εφταπλασιάζω",
"επταπλάσιος": "εφταπλάσιος",
"επτασύλλαβος": "εφτασύλλαβος",
"επτατάξιος": "εφτατάξιος",
"επτάτοµος": "εφτάτοµος",
"επτάφυλλος": "εφτάφυλλος",
"επτάχρονα": "εφτάχρονα",
"επτάχρονος": "εφτάχρονος",
"επταψήφιος": "εφταψήφιος",
"επτάωρος": "εφτάωρος",
"επταώροφος": "εφταώροφος",
"έργον": "έργο",
"ευκή": "ευχή",
"ευρό": "ευρώ",
"ευσπλαχνίζοµαι": "σπλαχνίζοµαι",
"εφεντης": "αφέντης",
"εφηµεριακός": "εφηµέριος",
"εφημεριακή": "εφηµέρια",
"εφημεριακό": "εφηµέριο",
"εφτά": "επτά",
"εφταετία": "επταετία",
"εφτακόσια": "επτακόσια",
"εφτακόσιοι": "επτακόσιοι",
"εφτακοσιοστός": "επτακοσιοστός",
"εχθές": "χθες",
"ζάπι": "ζάφτι",
"ζαχαριάζω": "ζαχαρώνω",
"ζαχαροµύκητας": "σακχαροµύκητας",
"ζεµανφού": "ζαµανφού",
"ζεµανφουτισµός": "ζαµανφουτισµός",
"ζέστα": "ζέστη",
"ζεύλα": "ζεύγλα",
"Ζηλανδία": "Νέα Ζηλανδία",
"ζήλεια": "ζήλια",
"ζιµπούλι": "ζουµπούλι",
"ζο": "ζώο",
"ζουρλαµάρα": "ζούρλα",
"ζωοφόρος": "ζωφόρος",
"ηλεκτροκόλληση": "ηλεκτροσυγκόλληση",
"ηλεκτροοπτική": "ηλεκτροπτική",
"ήλιο": "ήλιον",
"ηµιόροφος": "ηµιώροφος",
"θαλάµι": "θαλάµη",
"θάµα": "θαύµα",
"θαµπώνω": "θαµβώνω",
"θάµπος": "θάµβος",
"θάφτω": "θάβω",
"θεοψία": "θεοπτία",
"θέσει": "θέση",
"θηλειά": "θηλιά",
"Θόδωρος": "Θεόδωρος",
"θρύβω": "θρύπτω",
"θυµούµαι": "θυµάµαι",
"Ιαµάϊκή": "Τζαµάικα",
"ιατρεύω": "γιατρεύω",
"ιατρός": "γιατρός",
"ιατροσόφιο": "γιατροσόφι",
"I.Q.": "αϊ-κιού",
"ινατι": "γινάτι",
"ιονίζω": "ιοντίζω",
"ιονιστής": "ιοντιστής",
"ιονόσφαιρα": "ιοντόσφαιρα",
"Ιούλης": "Ιούλιος",
"ίσασµα": "ίσιωµα",
"ισιάζω": "ισιώνω",
"ίσκιος": "ήσκιος",
"ισκιώνω": "ησκιώνω",
"ίσωµα": "ίσιωµα",
"ισώνω": "ισιώνω",
"ιχθύαση": "ιχθύωση",
"ιώτα": "γιώτα",
"καββαλισµός": "καβαλισµός",
"κάβουρος": "κάβουρας",
"καδής": "κατής",
"καδρίλια": "καντρίλια",
"Καζακστάν": "Καζαχστάν",
"καθέκλα": "καρέκλα",
"κάθησα": "κάθισα",
"[1766]. καθίκι": "καθοίκι",
"καΐλα": "καήλα",
"καϊξής": "καϊκτσής",
"καλδέρα": "καλντέρα",
"καλεντάρι": "καλαντάρι",
"καλήν εσπέρα": "καλησπέρα",
"καλιά": "καλειά",
"καλιακούδα": "καλοιακούδα",
"κάλλια": "κάλλιο",
"καλλιά": "κάλλιο",
"καλόγηρος": "καλόγερος",
"καλόρχεται": "καλοέρχεται",
"καλσόν": "καλτσόν",
"καλυµµαύκι": "καµιλαύκι",
"καλύµπρα": "καλίµπρα",
"καλωσύνη": "καλοσύνη",
"καµαρωτός": "καµαρότος",
"καµηλαύκι": "καµιλαύκι",
"καµτσίκι": "καµουτσίκι",
"καναβάτσο": "κανναβάτσο",
"κανακίζω": "κανακεύω",
"κανάτα": "καννάτα",
"κανατάς": "καννατάς",
"κανάτι": "καννάτι",
"κανελής": "καννελής",
"κανελιά": "καννελή",
"κανελί": "καννελή",
"κανελονι": "καννελόνι",
"κανελλόνι": "καννελόνι",
"κανένας": "κανείς",
"κάνη": "κάννη",
"κανί": "καννί",
"κάνναβης": "κάνναβις",
"καννιβαλισµός": "κανιβαλισµός",
"καννίβαλος": "κανίβαλος",
"κανοκιάλι": "καννοκιάλι",
"κανόνι": "καννόνι",
"κανονιά": "καννονιά",
"κανονίδι": "καννονίδι",
"κανονιέρης": "καννονιέρης",
"κανονιοβολητής": "καννονιοβολητής",
"κανονιοβολισµός": "καννονιοβολισµός",
"κανονιοβολώ": "καννονιοβολώ",
"κανονιοστάσιο": "καννονιοστάσιο",
"κανονιοστοιχία": "καννονιοστοιχία",
"κανονοθυρίδα": "καννονοθυρίδα",
"κάνουλα": "κάννουλα",
"κανών": "κανόνας",
"κάπα": "κάππα",
"κάπαρη": "κάππαρη",
"καπαρντίνα": "καµπαρντίνα",
"καραβόσκοινο": "καραβόσχοινο",
"καρένα": "καρίνα",
"κάρκάδο": "κάκαδο",
"καροτίνη": "καρωτίνη",
"καρότο": "καρώτο",
"καροτόζουµο": "καρωτόζουµο",
"καροτοσαλάτα": "καρωτοσαλάτα",
"καρπούµαι": "καρπώνοµαι",
"καρρώ": "καρό",
"κάρυ": "κάρι",
"καρυοφύλλι": "καριοφίλι",
"καταΐφι": "κανταΐφι",
"κατακάθηµαι": "κατακάθοµαι",
"κατάντια": "κατάντηµα",
"κατασκοπεία": "κατασκοπία",
"καταφτάνω": "καταφθάνω",
"καταχράσθηκα": "καταχράστηκα",
"κατάχτηση": "κατάκτηση",
"καταχτητής": "κατακτητής",
"καταχτώ": "κατακτώ",
"καταχωρώ": "καταχωρίζω",
"κατέβαλα": "καταβάλλω",
"Κατερίνα": "Αικατερίνη",
"κατοστίζω": "εκατοστίζω",
"κάτου": "κάτω",
"κατρουλιό": "κατουρλιό",
"καυναδίζω": "καβγαδίζω",
"καϋµός": "καηµός",
"'κεί": "εκεί",
"κείθε": "εκείθε",
"καψόνι": "καψώνι",
"καψύλλιο": "καψούλι",
"κελάρης": "κελλάρης",
"κελί": "κελλί",
"κεντήτρια": "κεντήστρα",
"κεσέµι": "γκεσέµι",
"κέσιο": "καίσιο",
"κηπάριο": "κήπος",
"κινάρα": "αγκινάρα",
"κιοφτές": "κεφτές",
"κλαίγω": "κλαίω",
"κλαπάτσα": "χλαπάτσα",
"κλασσικίζω": "κλασικίζω",
"κλασσικιστής": "κλασικιστής",
"κλέπτης": "κλέφτης",
"κληθρα": "σκλήθρα",
"κλήρινγκ": "κλίρινγκ",
"κλιπ": "βιντεοκλίπ",
"κλωσά": "κλώσσα",
"κλωτσιά": "κλοτσιά",
"κογκλάβιο": "κονκλάβιο",
"κογκρέσο": "κονγκρέσο",
"κοιµίσης": "κοίµησης",
"κοιµούµαι": "κοιµάµαι",
"κοιτώ": "κοιτάζω",
"κοιτάω": "κοιτάζω",
"κόκαλο": "κόκκαλο",
"κοκίτης": "κοκκύτης",
"κοκκίαση": "κοκκίωση",
"κοκκοφοίνικας": "κοκοφοίνικας",
"κολάζ": "κολλάζ",
"κολαντρίζω": "κουλαντρίζω",
"κολαρίζω": "κολλαρίζω",
"κολεχτίβα": "κολεκτίβα",
"κολεχτιβισµός": "κολεκτιβισµός",
"κολιγιά": "κολληγιά",
"κολίγος": "κολλήγας",
"κολίγας": "κολλήγας",
"κολικόπονος": "κωλικόπονος",
"κολιός": "κολοιός",
"κολιτσίνα": "κολτσίνα",
"κολυµπήθρα": "κολυµβήθρα",
"κολώνα": "κολόνα",
"κολώνια": "κολόνια",
"κοµβόι": "κονβόι",
"κόµις": "κόµης",
"κόµισσα": "κόµης",
"κόµιτας": "κόµης",
"κοµιτεία": "κοµητεία",
"κόµµατα": "κοµµάτι",
"κοµµούνα": "κοµούνα",
"κοµµουναλισµός": "κοµουναλισµός",
"κοµµούνι": "κοµούνι",
"κοµµουνίζω": "κοµουνίζω",
"κοµµουνισµός": "κοµουνισµός",
"κοµµουνιστής": "κοµουνιστής",
"κονδυλοειδής": "κονδυλώδης",
"κονδυλοειδές": "κονδυλώδες",
"κονσέρτο": "κοντσέρτο",
"κόντραµπαντιέρης": "κοντραµπατζής",
"κοντσίνα": "κολτσίνα",
"κονφορµισµός": "κοµφορµισµός",
"κονφορµιστής": "κομφορμιστής",
"κοπελιά": "κοπέλα",
"κοπλιµέντο": "κοµπλιµέντο",
"κόπτω": "κόβω",
"κόπυραιτ": "κοπιράιτ",
"Κοριτσα": "Κορυτσά",
"κοριτσόπουλο": "κορίτσι",
"κορνέτο": "κορνέτα",
"κορνιζώνω": "κορνιζάρω",
"κορόιδεµα": "κοροϊδία",
"κορόνα": "κορώνα",
"κορφή": "κορυφή",
"κοσάρι": "εικοσάρικο",
"κοσάρικο": "εικοσάρικο",
"κοσµετολογία": "κοσµητολογία",
"κοτάω": "κοτώ",
"κουβαρνταλίκι": "χουβαρνταλίκι",
"κουβαρντάς": "χουβαρντάς",
"κουβερνάντα": "γκουβερνάντα",
"κούκος": "κούκκος",
"κουλλουρτζής": "κουλλουράς",
"κουλούρας": "κουλλουράς",
"κουλούρι": "κουλλούρι",
"κουλουριάζω": "κουλλουριάζω",
"κουλουρτζής": "κουλλουράς",
"κουρδιστής": "χορδιστής",
"κουρντιστής": "χορδιστής",
"κουρντίζω": "κουρδίζω",
"κουρντιστήρι": "κουρδιστήρι",
"κουστούµι": "κοστούµι",
"κουτεπιέ": "κουντεπιέ",
"κόφτης": "κόπτης",
"κόχη": "κόγχη",
"κοψοχείλης": "κοψαχείλης",
"κρεµάζω": "κρεµώ",
"κροντήρι": "κρωντήρι",
"κροµµύδι": "κρεµµύδι",
"κροµµυδίλα": "κρεµµυδίλα",
"κρουσταλλιάζω": "κρυσταλλιάζω",
"κτένα": "χτένα",
"κτενάκι": "χτενάκι",
"κτένι": "χτένι",
"κτενίζω": "χτενίζω",
"κτένισµα": "χτένισµα",
"κτίριο": "κτήριο",
"κυλίω": "κυλώ",
"κυττάζω": "κοιτάζω",
"κωλ-γκέρλ": "κολ-γκέρλ",
"κωλοµπαράς": "κολοµπαράς",
"κωσταντινάτο": "κωνσταντινάτο",
"Κώστας": "Κωνσταντίνος",
"κώχη": "κόγχη",
"λάβδα": "λάµβδα",
"λαγούτο": "λαούτο",
"λαγύνι": "λαγήνι",
"λαίδη": "λέδη",
"λαϊκάντζα": "λαϊκούρα",
"λαιµά": "λαιµός",
"λαΐνι": "λαγήνι",
"λαµπράδα": "λαµπρότητα",
"λάρος": "γλάρος",
"λατόµι": "λατοµείο",
"λαύδανο": "λάβδανο",
"λαυράκι": "λαβράκι",
"λαφίνα": "ελαφίνα",
"λαφόπουλο": "ελαφόπουλο",
"λειβάδι": "λιβάδι",
"Λειβαδιά": "Λιβάδια",
"λεϊµόνι": "λεµόνι",
"λεϊµονιά": "λεµονιά",
"Λειψία": "Λιψία",
"λέοντας": "λέων",
"λεπτά": "λεφτά",
"λεπτύνω": "λεπταίνω",
"λευκαστής": "λευκαντής",
"Λευτέρης": "Ελευθέριος",
"λευτερώνω": "ελευθερώνω",
"λέω": "λέγω",
"λιανεµπόριο": "λειανεµπόριο",
"λιανίζω": "λειανίζω",
"λιανοτούφεκο": "λειανοτούφεκο",
"λιανοντούφεκο": "λειανοντούφεκο",
"λιανοπούληµα": "λειανοπούληµα",
"λιανοπωλητής": "λειανοπωλητής",
"λιανοτράγουδο": "λειανοτράγουδο",
"λιγοψυχία": "ολιγοψυχία",
"λιθρίνι": "λυθρίνι",
"λιµένας": "λιµάνι",
"λίµπρα": "λίβρα",
"λιοβολιά": "ηλιοβολία",
"λιόδεντρο": "ελαιόδεντρο",
"λιόλαδο": "ελαιόλαδο",
"λιόσπορος": "ηλιόσπορος",
"λιοτρίβειο": "ελαιοτριβείο",
"λιοτρόπι": "ηλιοτρόπιο",
"λιόφως": "ηλιόφως",
"λιχουδιά": "λειχουδιά",
"λιώνω": "λειώνω",
"λογιωτατίζω": "λογιοτατίζω",
"λογιώτατος": "λογιότατος",
"λόγκος": "λόγγος",
"λόξιγκας": "λόξυγγας",
"λοτόµος": "υλοτόµος",
"Λουµπλιάνα": "Λιουµπλιάνα",
"λούω": "λούζω",
"λύγξ": "λύγκας",
"λυµφατισµός": "λεµφατισµός",
"λυντσάρω": "λιντσάρω",
"λυσσιακό": "λυσσακό",